Θα αναζητήσουμε τα μυστικά μιας παλιάς – χαμένης, τέχνης και παράλληλα θα σας διηγηθούμε μικρές ιστορίες που συνοδεύουν γνωστά και άγνωστα πετρογέφυρα της Ελλάδας.
Copyright photo: Theo Athanasiadis / Views Of Greece
Copyright text: Germaine Alexakis/ Views Of Greece
Ανοίγει τα πέτρινα σκέλια του και ορθώνεται στιβαρό πάνω από το ποτάμι κοιτώντας ασάλευτο τους αιώνες. Λες και μοιάζει με βήμα γίγαντα μαρμαρωμένου, φορτωμένου μ’ ένα ατελεύτητο χρέος, ένα ιερό καθήκον που το πείσμα των ορεσίβιων για επιβίωση πότισε τις πέτρες του μία προς μία: να δαμάσει τη φύση, να την φέρει στο ανθρώπινο μέτρο. Τελικά ποια ήταν αυτή μυστική τεχνική που κρατούσε –χωρίς τη χρήση τσιμέντου- όρθιο ένα πέτρινο γεφύρι;
Μα ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια ιστορική σειρά. Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και την έλευση των Οθωμανών στον Ελλαδικό χώρο, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι κάτοικοι των πεδιάδων που πήραν τα βουνά για να στήσουν ξανά τα σπιτικά τους σε ασφαλέστερους τόπους.
Με τον τρόπο αυτόν δημιουργήθηκαν οι χιλιάδες ορεινοί οικισμοί που υπάρχουν και σήμερα σε όλη τη χώρα.
Όμως τα δυσπρόσιτα βουνά, τα βαθιά φαράγγια, οι γκρεμοί, οι σάρες, τα ορμητικά ποτάμια καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την επικοινωνία των ορεσίβιων με τον «έξω κόσμο».
Έτσι, αργά και μεθοδικά σε όλον τον ορεινό κορμό απλώθηκε ένα πολύπλοκο σύστημα μουλαρόδρομων που δρασκέλιζε κορυφογραμμές και διαπερνούσε σκοτεινά δάση. Όπου κυλούσαν ορμητικά ποτάμια θα έπρεπε να στηθούν γεφύρια, γερά και ανθεκτικά που θα άντεχαν στις θεομηνίες και στην συνεχή φθορά των νερών.
Στην αρχή το πέρασμα του ποταμού γινόταν από τις «λιάσες» (εναέριες ξύλινες γέφυρες) ή με το μουλάρι μέσα από την κοίτη. Όμως όταν το ποτάμι κατέβαζε πολύ νερό τα ατυχήματα που κόστιζαν ζωές ήταν πολύ συχνά.
Όπως λέει και γνωστό δημοτικό τραγούδι:
«…και το ποτάμι ήταν θολό θολό – θολό κατεβασμένο,
σέρνει λιθάρια ριζιμιά δέντρα – δέντρα ξεριζωμένα…»
Παραδοσιακά γεφύρια, τεχνολογικά θαύματα της προβιομηχανικής εποχής
Σύντομα οι ορεσίβιοι αισθάνθηκαν την ανάγκη δημιουργίας μιας στιβαρής κατασκευής, που θα διευκόλυνε την επικοινωνία των ορεινών κοινοτήτων, τη μετακίνηση των κτηνοτροφών, αλλά και την ελεύθερη διακίνηση των καραβανιών που τότε όργωναν τα Βαλκάνια.
Τα περισσότερα γεφύρια στη ορεινή Ελλάδα κτίστηκαν τον 17ο , 18ο , και 19ο αιώνα. Οι πέτρινες αυτές τοξωτές κατασκευές έχουν χαρακτηριστεί σήμερα από τους επιστήμονες ως τεχνολογικά θαύματα της προβιομηχανικής εποχής και ως τον πρώτο μεγάλο σταθμό στην εξελικτική πορεία της παγκόσμιας γεφυροποιίας.
Το κόστος μια τέτοιας κατασκευής ήταν πολύ υψηλό και δεν μπορούσε να το αντέξει ο προϋπολογισμός μιας και μόνο κοινότητας. Έτσι γίνονταν κοινοπραξίες, όπου συμμετείχαν πολλά χωριά της περιοχής, έμποροι, τοπικά μοναστήρια πλούσιοι μετανάστες και μερικές φορές και κάποιος τούρκος πάσας που κινδύνεψε στο πέρασμα ενός ποταμού, η έχασε κάποιο προσφιλές του πρόσωπο στα αφρισμένα νερά.
Μια τέχνη που γέννησαν οι ανάγκες
Το κτίσιμό του γεφυριού, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Το δύσκολο αυτό έργο το είχαν αναλάβει οι περίφημοι “κιοπρούληδες”, δηλαδή οι τεχνίτες των γεφυριών – κιοπρού στα τούρκικα σημαίνει γεφύρι-. Οι μικρές αυτές συντεχνίες, τα λεγόμενα «μπουλούκια» περιφέρονταν σε όλη τη βαλκανική κτίζοντας σπίτια εκκλησίες, σχολεία, βρύσες και γεφύρια.
Μάλιστα για την προστασία της τέχνης τους, αλλά και των συμφερόντων τους από κακοπληρωτές, είχαν εφεύρει και δικιά τους γλώσσα για να συνεννοούνται χωρίς να τους καταλαβαίνουν οι υπόλοιποι, τα λεγόμενα «κουδαρίτικα».
«Βούζιος, μη ξυφλιάς, τουλίζ’ ου μπαρός» έλεγε στους μαστόρους ο πρωτομάστορας και εννοούσε «σιωπή, μη μιλάτε, ακούει το αφεντικό (δηλαδή ο χρηματοδότης του έργου)».
Τις πρώτες ύλες τις έδινε η φύση
Η πρώτη ύλη για το χτίσιμο ενός γεφυριού ήταν παρμένη από τη γύρω περιοχή. Τις πέτρες τις επεξεργάζονται οι επιδέξιοι πελεκάνοι. Αφού τις πελεκούσαν κατάλληλα, έπρεπε να τις “ακούσουν” να τους λαλάνε (μιλάνε) πριν τις βάλουν στην κατασκευή. Ιδιαίτερη σημασία έδιναν στους «θολίτες» ή «καμαρολίθια» που ήταν οι πέτρες του τόξου με τη χαρακτηριστική σφηνοειδή μορφή.
Συνήθως το κτίσιμο ξεκινούσε και από τις δύο όχθες και προχωρούσε μέχρι την ολοκλήρωση του τόξου. Καθοριστικής σημασίας ήταν η τοποθέτηση της τελευταίας πέτρας, το λεγόμενο «κλειδί» που θα κούμπωνε την κατασκευή.
Το μυστικό ήταν στο κουρασάνι
Η συνδετική ύλη ήταν το κουρασάνι ένα μίγμα από χώμα, νερό, ασβέστη, τριμμένο κεραμίδι, ελαφρόπετρα, χόρτα, ασβέστη, μαλλί, αυγά. Μάλιστα ο θρύλος θέλει στο γεφύρι της Πλάκας να έχουν χρησιμοποιηθεί ασπράδια από 10.000 αυγά! Ο κάθε μάστοράς είχε το δικό του μίγμα και κρατούσε τη συνταγή του ως επτασφράγιστο μυστικό. Εξαιρετικά σημαντική ήταν η επιλογή της τοποθεσίας όπου έπρεπε να θεμελιωθεί το γεφύρι.
Οι εμπειρικοί μαστόροι με το εξασκημένο μάτι επιθεωρούσαν βήμα προς βήμα τις όχθες του ποταμού, έβρισκαν όχι μόνο το πιο στενό του σημείο, αλλά και εκείνο όπου θα μπορούσαν να στήσουν γερά θεμέλια. Η λανθασμένη επιλογή είχε πολλές φορές τραγικά αποτελέσματα.
Υπάρχουν αναφορές για γεφύρια που έπεσαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής ή ακόμη και την ημέρα των εγκαινίων τους προκαλώντας τη μήνη των χρηματοδοτών, αλλά και προειδοποιήσεις για τη σωματική ακεραιότητα του πρωτομάστορα αν επαναλάμβανε το ίδιο λάθος.
Θύμωσε ο Άραχθος και γκρέμισε το γεφύρι της Πλάκας
Ήταν μια πρωτοφανής σε ένταση ακόμη και για τη συνηθισμένη σε δυνατές βροχοπτώσεις περιοχή της Δυτικής Ηπείρου, εκείνη η θεομηνία που έπληξε τον Φεβρουάριο του 2015 τα Τζουμέρκα. Ο Άραχθος φούσκωσε και θέριεψε από τα νερά της βροχής που κατέκλυσαν την κοίτη του και στο διάβα τους παρέσερναν τα πάντα. Το μεγάλο γεφύρι της Πλάκας έργο του πρωτομάστορα Μπέκα, που στεκόταν στο ίδιο σημείο από το 1866, σείσθηκε σύγκορμο. Τα γερασμένα του βάθρα, δεν άντεξαν και μέσα στην αντάρα και τις δίνες του νερού κατέρρευσε.
Από την επόμενη σχεδόν μέρα ξεκίνησαν τα σχέδια για την αναστύλωση του. Ντόπιοι όμως και επιστήμονες επεσήμαναν πως το αναστυλωμένο γεφύρι θα πρέπει να ήταν το γεφύρι της Πλάκας και όχι ένα άλλο γεφύρι που θα έμοιαζε με το γεφύρι της Πλάκας. Όλοι οι ειδικοί συμφώνησαν ότι δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί καμμιά νέα τεχνολογία, ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα ίδια υλικά, ντόπια πέτρα παρμένη από τα παρακείμενα νταμάρια και δουλεμένη με τον παραδοσιακό τρόπο.
Ξεκλειδώνοντας τα μυστικά μια τέχνης που χάθηκε
Σε αυτό το σημείο ακριβώς θα ξεκινήσουν τα δύσκολα καθώς ο Κώστας Μπέκας, αλλά και οι υπόλοιποι αυτοδίδακτοι μάστορες της πέτρας φυλάγαν «ως κόρην οφθαλμού» τα μυστικά τις τέχνης τους που περνούσαν από στόμα σε στόμα στους επομένους. Δηλαδή στην ουσία πρόκειται για μια χαμένη τέχνη την οποία θα έπρεπε να αποκωδικοποιήσουν οι σύγχρονοι διπλωματούχοι μηχανικοί και καθηγητές μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η κα Ελευθερία Τσακανίκα, επίκουρη Καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ μετά από επιτόπια έρευνα δήλωσε «μπορούμε να μάθουμε πράγματα που δεν γνωρίζαμε ότι είχαν εφαρμοστεί. Το γεφύρι είχε πολλές εκπλήξεις στο σώμα του, όπως οι ξύλινες και μεταλλικές ενισχύσεις. Όλα αυτά προσθέτουν νέα γνώση και είναι εξαιρετικά χρήσιμα και για εμάς και για τις επόμενες γενιές». Συντονιστής της Διεπιστημονικής Ομάδας Έργου για την Αναστήλωση της Γέφυρας Πλάκας, ανέλαβε ο κος Δημήτρης Καλιαμπάκος καθηγητής της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων- Μεταλλουργών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Το γεφύρι της Πλάκας κοιτά και πάλι τον Άραχθο
Στην πορεία της ανακατασκευής του γεφυριού η ομάδα του διαπίστωσε ότι για το δέσιμο του γεφυριού χρησιμοποιήθηκε εγγλέζικος σφυρήλατος σίδηρος ένα υλικό που ξεπερνά σε αντοχή το σημερινό inox που χρησιμοποιείται σε σύγχρονες μεγάλες κατασκευές! Επίσης αποκωδικοποίησαν τη χρησιμότητα της αινιγματικής «καμπούρας» στο υψηλότερο σημείο του τόξου, τη χρήση του σιδήρου και των ξυλοδεσιών στη δόμηση των βάθρων. Δεκάδες τεχνίτες υπό την καθοδήγηση των αρχιτεκτόνων Χρήστου Ηλιόπουλου και Αλέξανδρου Παπακωστόπουλου δούλεψαν μεθοδικά και με πραγματικό μεράκι, χωρίς καμία από τις σύγχρονες τεχνολογίες, καμία κρυφή ενίσχυση, ούτε ένα κιλό μέταλλο από το ελάχιστο που είχαν βάλει στο αρχικό γεφύρι. Έτσι λοιπόν το γεφύρι της Πλάκας στάθηκε ξανά στα πόδια του, τα εγκαίνιά του θα γίνουν, καλώς εχόντων των πραγμάτων με όλα αυτά που ζούμε, για δεύτερη φορά μετά από 154 χρόνια, αυτό το καλοκαίρι.
Μερικά από τα πιο όμορφα παραδοσιακά γεφύρια και οι θρύλοι τους
Συνήθως τα γεφύρια ήταν μονότοξα, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και ανάλογα πάντα με τη μορφολογία του εδάφους, την ποσότητα του νερού που κατέβαζε το ποτάμι, αλλά πάνω από όλα την κρίση και την έμπνευση του πρωτομάστορα, υπήρχαν και γεφύρια με περισσότερα από ένα τόξα.
Κάθε ένα είχε το δικό του αφήγημα στο οποίο εμπλέκονταν δεισιδαιμονίες και υπερφυσικές ιστορίες, όπως συνέβη με το γεφύρι της Άρτας, η ιστορία του οποίου έγινε θρύλος και δημοτικό τραγούδι:
«Από βραδίς το κτίζανε και το πρωί χαλούσε.
Ακούν φωνή, ν-ακούν στριγγλιά μέσα το μεσονύχτι
Α δεν κτίσετε άνθρωπο, γεφύρι δε στεριώνει….»
Το εντυπωσιακό γεφύρι του Αζίζ-Αγά στα Γρεβενά, κτίστηκε επί τουρκοκρατίας το 1727 και χρηματοδοτήθηκε από τον Αζίζ-Αγά. Στην πορεία της κατασκευής του αποδείχθηκε πολύ δύσκολο έργο, αφού κατέρρευσε δύο φορές και λίγο έλειψε να στοιχίσει το «κεφάλι» του πρωτομάστορα. Στην τρίτη προσπάθεια την ημέρα των εγκαινίων, ο πρωτομάστορας κρύφτηκε σε παρακείμενο ύψωμα. Για καλή του τύχη όμως, όλα πήγαν κατ’ευχήν. Αφού αφαιρέθηκε η σκαλωσιά και το γεφύρι στάθηκε στα πόδια του, ο Αγάς ευχαριστημένος προχώρησε στην πληρωμή…
Η ολοκλήρωση του γεφυριού ήταν εξαιρετικά σημαντικό γεγονός για την εποχή καθώς άνοιγε δρόμους επικοινωνίας για την μέχρι τότε απόμερη και αποκομμένη περιοχή. Ωστόσο κατά τη διάρκεια μιας κακοκαιρίας, η διέλευση ενός οξυκόρυφου γεφυριού παρέμενε πάντα επικίνδυνη υπόθεση. Γι’ αυτό στο ψηλότερο σημείο της καμάρας συνήθιζαν να τοποθετούν μια μικρή καμπάνα που προειδοποιούσε ότι ο αέρας ήταν έντονος.
Σε άλλες περιπτώσεις όπως στο γεφύρι της Βίνιανης στην Ευρυτανία, ο θρύλος ζωντάνεψε ένα μελίσσι να εμφανίζεται από το πουθενά όταν οι συνθήκες διέλευσης ήταν επικίνδυνες και να αποτρέπει τους οδοιπόρους να το διαβούν, βουίζοντας πάνω από τα κεφάλια τους!
Το γεφύρι της Κλειδωνιάς ή Κλειδωνιάβιστας στις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη έχει συνδεθεί με τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων αλλά και με θλιβερές μνήμες, μια και εδώ εκτυλίχθηκε πριν κάμποσα χρόνια μια αιματηρή βεντέτα. Πάνω στη ράχη του, κατά τη διάρκεια γαμήλιας πομπής, έγινε η συμπλοκή δύο οικογενειών από το κοντινό χωριό Άγιος Μηνάς, που έσπειρε το θάνατο στους νιόπαντρους και στα ξαδέλφια της νύφης. «Ήταν θέμα τιμής» λένε οι ντόπιοι…
Σε κάθε περίπτωση πάντως το γεφύρι για τους παλιούς ήταν αγαπημένο αναπόσπαστο κομμάτι από της ζωής τους και όπως λέει και το δημοτικό τραγούδι «… μι μέλι του θιμέλιουναν, μι ζάχαρη του κτίζουν, κι μι του γάλα του γλυκό να του καλομυστρίσουν…»
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Παραδοσιακά επαγγέλματα στην σύγχρονη Ελλάδα
“Views Of Greece” travel photojournalism – Discover the real Greece with the experts
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή συνολικά, συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους κειμένων ή και των φωτογραφιών χωρίς τη γραπτή άδεια του δημιουργού, σύμφωνα με τον νόμο Ν.2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το ν. 100/1975). Η Πνευματική ιδιοκτησία ανήκει στον δημιουργό και αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της.